- προκαίω
- προκαίω,A burn before, in [voice] Pass., to be lighted before, of fires, f.l. in X.An.7.2.18; to be burnt first, [tense] aor.subj. -καῇ (v.l. -καυθῇ) Aët. 15.14.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
προκαίω — Α 1. καίω, ανάβω εκ τών προτέρων 2. παθ. προκαίομαι (για φωτιά) ανάβω εκ τών προτέρων … Dictionary of Greek
προκεκαυμένον — προκαίω burn before perf part mp masc acc sg προκαίω burn before perf part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προκαυθείσης — προκαίω burn before aor part pass fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προκαῇ — προκαίω burn before aor subj pass 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προκαίειν — προκαίω burn before pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καίω — και καίγω και κάβω και κάβγω (AM καίω, Α και αττ. τ. κάω) 1. βάζω φωτιά σε κάτι, καταστρέφω κάτι με φωτιά, αποτεφρώνω, απανθρακώνω («καίω ξύλα») 2. εκπέμπω μεγάλη θερμοκρασία («σήμερα καίει πολύ ο ήλιος») 3. πυρπολώ («οι μπουρλοτιέρηδες έκαψαν… … Dictionary of Greek
προκάων — προκά̱ων , προκαίω burn before pres part act masc nom sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)